- διακουστής
- διακουστής, οῦ, ὁ,A hearer,
θεῶν καὶ ἀνθρώπων PMag.Leid.V.7.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεῶν καὶ ἀνθρώπων PMag.Leid.V.7.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διακουσταί — διακουστής hearer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)